κλινοσκέπασμα

κλινοσκέπασμα
το, -ατος
το σκέπασμα του κρεβατιού, κουβέρτα: Έχει πολλά κλινοσκεπάσματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλινοσκέπασμα — το μάλλινο ή βαμβακερό σκέπασμα με το οποίο σκεπάζεται κάποιος στο κρεβάτι, κουβέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ευστάθιο Σίμο] …   Dictionary of Greek

  • ανάπλα — (I) η 1. μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα 2. πλατύ ύφασμα που απλώνεται κάτω από τις ελιές και τις αμυγδαλιές για το ευκολότερο μάζεμα τών καρπών τους που πέφτουν εκεί από τα χτυπήματα τών ραβδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικός τ. τού ανάπλι]. (II) η… …   Dictionary of Greek

  • ανάπλι — το (Μ ἀνάπλιον) μάλλινο υφαντό κλινοσκέπασμα …   Dictionary of Greek

  • απλάδι — το [απλός] κλινοσκέπασμα, κουβέρτα …   Dictionary of Greek

  • βελέντζα — η (Μ βελέντζα) βαρύ μάλλινο κλινοσκέπασμα με κρόσια, φλοκάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρωμουν.) velentza < τουρκ. velence] …   Dictionary of Greek

  • εγκοίμητρον — ἐγκοίμητρον, το (Α) κλινοσκέπασμα …   Dictionary of Greek

  • εφάπλωμα — και πάπλωμα, το (Μ ἐφάπλωμα) [εφαπλώ] καθετί που απλώνεται πάνω σε κάτι άλλο για κάλυψή του και ιδιαίτερα το κλινοσκέπασμα που είναι γεμάτο από βαμβάκι ή πούπουλα, κν. πάπλωμα …   Dictionary of Greek

  • κοιτωνικός — κοιτωνικός, ή, όν (Α) [κοιτών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιτώνα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κοιτωνική το κλινοσκέπασμα …   Dictionary of Greek

  • κουβέρτα — η (Μ κουβέρτα) 1. μάλλινο ή βαμβακερό κλινοσκέπασμα 2. το κατάστρωμα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. coverta] …   Dictionary of Greek

  • κουβερτούρι — και κορβερτήρι και κουβερτάριν, τὸ (Μ) κλινοσκέπασμα, κουβέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλ. γαλλ. coverture. Ο τ. κορβερτήρι προήλθε με προληπτική αφομοίωση τού ρ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”